- ξυλογλυπτική
- Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων.
Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και για να ικανοποιήσουν τις θρησκευτικές και καθημερινές ανάγκες τους, αφού ανάμεσα στα έργα τους συμπεριλαμβάνονταν και απεικονίσεις θεϊκών μορφών καθώς και ξύλινα αντικείμενα οικιακής χρήσης. Στην τέχνη της ξ. διακρίθηκαν από πολύ νωρίς οι Αιγύπτιοι, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα θαυμάσια ευρήματα, όπως οι γλυπτοί ξυλοπίνακες της Σακκάρας. Στην Κίνα εμφανίστηκε για πρώτη φορά, την εποχή των Βέι και των Σονγκ (1ος αι. π.Χ.). Τα ξόανα ήταν η πρώτη μορφή ξ. των αρχαίων ελλήνων, που όμως εξαιτίας της επικράτησης της μαρμαρογλυπτικής, είχε ασήμαντη εξέλιξη. Αντίθετα η τέχνη αυτή καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στους ανατολικούς λαούς (Ινδοί, Ιάπωνες, Μουσουλάνοι κ.ά.). Στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία η ξ. εμφανίστηκε κατά τη ρομανική και γοτθική εποχή. Οι Ισπανοί παράλληλα με τη ρομανική γλυπτική της Καταλανίας, ειδικεύτηκαν στη κατασκευή αγαλμάτων από πολύχρωμο ξύλο. Στη βυζαντινή εποχή και, αργότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η ξ. σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη. Την ίδια περίοδο φιλοτεχνήθηκαν, από μοναχούς, κυρίως, καλλιτέχνες, σημαντικά έργα όπως, εικόνες, εικονοστάσια, άμβωνες, στασίδια κ.ά. Σήμερα χωρίς να έχουν εξαφανιστεί εντελώς και οι αξιόλογοι καλλιτέχνες, η ξ. είναι κυρίως μηχανοποιημένη.
νεοελληνική ξ. Η ξ. είναι από τις χαρακτηριστικότερες μορφές της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Και είναι μεν γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ σχολή ξ. παρόλα αυτά, όπως συνέβη και με άλλους κλάδους της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας, λόγοι γεωφυσικοί, οικονομικοί και άλλοι, συνετέλεσαν στην εμφάνιση κέντρων με τεχνίτες αυτοδίδακτους, αλλά τόσο εξειδικευμένους, ώστε να γίνονται περιζήτητοι και έξω από τα σύνορα του τόπου τους. Έτσι, περίφημοι ήταν οι «ταγιαδόροι» της Ηπείρου, που σκάλισαν τα περισσότερα από τα ξυλόγλυπτα του 18ου και 19ου αι.
Μερικές φορές, παλιά συμφωνητικά ή εγχάρακτες επιγραφές, ιδιαίτερα στα τέμπλα, φωτίζουν επώνυμες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες, όπως των Κρητικών Μαγκανάρη και Κομνενάκη, οι οποίοι δούλεψαν στη Ζάκυνθο, των βοηθών του τελευταίου, Παναγιώτη από το Γαλατά και Λυγίζο από την Κύπρο, ή του Αναστάση του Μετσοβίτη, που σκάλισε το περίφημο τέμπλο του Γαλαξειδιού. Οι λίγες όμως αυτές εξαιρέσεις δεν αρκούν για να διαλύσουν την ανωνυμία που γενικά σκεπάζει τους τεχνίτες της λαϊκής ξ. του 18ου και 19ου αι.
Οι ξυλόγλυπτες ήταν πλανόδιοι τεχνίτες, που ακολουθώντας τις κουμπανίες των χτιστάδων, περιόδευαν την Ελλάδα και φιλοτεχνούσαν τον ξυλόγλυπτο εξοπλισμό των οκοδομών, μεταφέροντας παντού τις ίδιες τεχνοτροπικές και αισθητικές αντιλήψεις· γι’ αυτό τα έργα της ξ. παρουσιάζουν ομοιογένεια ύφους και μορφής σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.
Η νεοελληνική ξ. ανάλογα με τη χρήση και τον προορισμό των έργων της, διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: στην ποιμενική ή χωρική, στην αστική και στην εκκλησιαστική: από αυτές, η πρώτη παράμεινε στα όρια της οικιακής χειροτεχνίας και περιλαμβάνει όλα τα ξύλινα και ξυλόγλυπτα αντικείμενα της υπαίθρου· στη δεύτερη ανήκουν οι ξυλόγλυπτες επενδύσεις και τα λιγοστά ξύλινα έπιπλα του αστικού σπιτιού· στην τρίτη, που είναι επισημότερη και μνημειακότερη και επηρεάζει αισθητά τις δύο άλλες, περιλαμβάνεται ο ξυλόγλυπτος εξοπλισμός των εκκλησιών. Δύο μικρότερες και ειδικές κατηγορίες μπορούν vα αποτελέσουν τα έργα ναυτικής και μοναστηριακής ξ.
Η αστική ξ. είναι κλάδος υποτελής της εξελιγμένης αρχιτεκτονικής –και της ηπειρωτικής και της νησιωτικής– και εμφανίζεται ως δικό της αναπόσπαστο όχι μόνο διακοσμητικό αλλά και λειτουργικό στοιχείο. Γι’ αυτό τα χαρακτηριστικότερα έργα της διαμορφώθηκαν παράλληλα με την αρχιτεκτονική μορφή της αστικής οικοδομής και είναι κυρίως εντοιχισμένα λειτουργικά αρχιτεκτονικά μέλη, δηλαδή ταβάνια, θυρόφυλλα, μουσάντρες, ράφια, κιγκλιδώματα, τραβέρσες και κολόνες· και χαρακτηριστικά υποδείγματα της αστικής ξ., και κυρίως της βορειοελλαδικής. Οι οροφές αυτές είναι στρωμένες κατά κανόνα με παράλληλες στενές σανίδες και διασταυρούμενες σκαλιστές αρμοκαλύπτρες: το κέντρο τους τονίζεται με έναν μεγάλο ομφαλό, τον ταμπλά, που είναι κοίλος, επίπεδος ή με ελαφριά προεξοχή, και συγκεντρώνει την πλουσιότερη και πυκνότερη ξυλογλυπτική διακόσμηση· η διακόσμηση αυτή περιλαμβάνει συνήθως πολύπλοκα γραμμικά συμπλέγματα ανατολικής τεχνοτροπίας ή έκτυπα φυτικά μοτίβα, επηρεασμένα τις περισσότερες φορές από την ξ. των τέμπλων. Συχνά ο διάκοσμος του ταμπλά γίνεται διάτρητος και δίχρωμος, ώστε να δίνει την εντύπωση της διαφάνειας. Στην ανάπτυξη της ξ. έδωσαν ώθηση και οι ιδιορρυθμίες που χαρακτηρίζουν τόσο τη βορειοελλαδική όσο και τη νησιωτική αρχιτεκτονική, οι εντοιχισμένες δηλαδή μουσάντρες και τα ξύλινα μέλη –κιγκλιδώματα, κολόνες και τραβέρσες– των σοφάδων. Λαμπρό δείγμα ξυλογλυπτικής διακόσμησης μακεδονικού αρχοντικού αποτελεί ο κοζανίτικος οντάς του Μουσείου Μπενάκη.
Η ναυτική ξ. ασκήθηκε από τους παλιούς ναυπηγούς στους ταρσανάδες. Στα έργα της περιλαμβάνονται τα σκαλίσματα των σκαριών, μικρά ομοιώματα καραβιών και κυρίως τα ακρόπρωρα των παλιών ιστιοφόρων, γνωστά με την κοινή ονομασία γοργόνες (βλ. λ.). Τα ακρόπρωρα αυτά είναι άλλοτε μισές γυναικείες ή αντρικές φιγούρες και άλλοτε ολόσωμες γυναίκες. Τα αντρικά έχουν χαραγμένη την ονομασία του καραβιού - Μιαούλης, Σπέτσαι, Θεμιστοκλής· τα γυναικεία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: τα σώματα έχουν ρωμαλέο πλάσιμο, τα πόδια πατούν γερά σε ένα συμβατικό έδαφος, το βλέμμα έχει ένταση σαν να θέλει να διαπεράσει τον ορίζοντα, το κεφάλι λυγίζει προς τα πίσω, το στήθος προβάλλει προς τα εμπρός και τα φορέματα κολλούν επάνω στα καλοπλασμένα μέλη. Η Πινακοθήκη του Γαλαξειδιού διατηρεί την πιο πλούσια συλλογή από ακρόπρωρα, κατάλοιπα της παλιάς γαλαξειδιώτικης ναυτιλίας.
Η ποιμενική ξ. παρέμεινε τέχνη οικιακή, που ασκήθηκε από τους ίδιους τους ποιμένες. Τα έργα της είναι κάθε είδους όργανα και σκεύη της χωρικής ζωής, που η έμφυτη καλαισθησία και το μεράκι του ελληνικού λαού τα ύψωσε στην περιωπή της γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα τάσια, οι γκλίτσες, τα καλτσόξυλα και οι ρόκες είναι τα χαρακτηριστικότερα έργα της ποιμενικής ξ.
Από την γκλίτσα σκαλίζεται συνήθως το χερούλι και σπανιότερα ολόκληρο το ραβδί της. Τα τάσια δουλεύονται στην εξωτερική τους επιφάνεια, ενώ η εσωτερική, για λόγους πρακτικής σκοπιμότητας, παραμένει ακόσμητη και λεία. Στον διάκοσμο τους, όπως και στις γκλίτσες, εικονίζονται όλα τα θέματα που εναποθέτουν στη μνήμη του βοσκού η φύση και η φαντασία: γυναικείες φιγούρες, δράκοντες, πουλιά, φίδια, λουλούδια και γοργόνες. Το καλτσόξυλο είναι μια ξύλινη βέργα, μήκους περίπου 30 εκ., που χρησιμεύει για να διευκολύνει το πλέξιμο της κάλτσας, δίνοντας μήκος σε εκείνη που από τις πέντε κοντές βελόνες μαζεύει τους πόντους: ο κορμός του χωρίζεται σχεδόν σε δύο ίσα μέρη: στη βάση που στηρίζεται στη ζώνη της πλέχτρας, και στο κεφάλι, όπου στερεώνεται η βελόνα. Η βάση άλλοτε αποτελείται από ένα επίπεδο ασκάλιστο και λείο ξύλο κι άλλοτε σχηματίζει κορμί δράκοντα ή φιδιού. Το κεφάλι παριστάνει συνήθως ολόσωμες γυναικείες φιγούρες σε διάφορες παραλλαγές.
Η ρόκα είναι το κυριότερο όργανο στη διαδικασία του γνεσίματος. Οι νεότερες ρόκες είναι απλές και περιορίζονται σε ένα απλό ραβδί με διχάλα στην άκρη, όπου στερεώνεται η τουλούπα του μαλλιού· οι παλαιότερες όμως είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της ποιμενικής ξ. Ο πιο συνηθισμένος τύπος είναι η ρόκα με αυτιά και μακρύ σαν μπαστούνι κορμό, που στηρίζεται στη μασχάλη: σε αυτές έχουν σκαλιστεί τα χαρακτηριστικότερα θέματα της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Τα μοτίβα αυτά της ρόκας, επηρεαζόμενα τόσο από τη θρησκευτικότητα του ελληνικού λαού όσο και από την εκκλησιαστική ξ., σπάνια είναι μόνο διακοσμητικά - όπως ανθρώπινες φιγούρες, γραμμικές συνθέσεις, παραστάσεις ζώων και λουλούδια. Συνήθως ανάμεσα τους παρεμβάλλονται και θέματα αγιωτικά ή φυλακτικά, όπως είναι ο σταυρός και οι παραστάσεις αγίων.
Η μοναστηριακή ξ. αποτελεί ιδιόρρυθμο κλάδο της λαϊκής ξ. Από την άποψη της χρήσης και του προορισμού συνδέεται με την εκκλησιαστική, αφού τα έργα της είναι κυρίως αντικείμενα λατρευτικά, εγκόλπια, σταυροί, σφραγίδες προσφορών, εικονίδια και εικόνες. Παράλληλα όμως οι μοναχοί σκαλίζουν και διάφορα διακοσμητικά επιτραπέζια σκεύη, κουτάλια, πηρούνια, αλατιέρες, ποτήρια κ.ά. Συγχρόνως το γεγονός ότι η μοναστηριακή ξ. διαμορφώνεται κάτω από τις ίδιες με την ποιμενική συνθήκες του ατέλειωτου χρόνου και της μοναξιάς και έχουν την ίδια με αυτή μικρογλυπτική αντίληψη, φέρνει τα έργα των μοναχών πιο κοντά στα ξυλόγλυπτα των βοσκών, παρά στη μνημειακότερη εκκλησιαστική τέχνη. Χαρακτηριστικό στοιχείο της μοναστηριακής ξ. είναι η λεπτολόγα επεξεργασία του υλικού, με τρόπο ώστε σε μικρά κομμάτια ξύλου να εικονίζεται εκπληκτικά μεγάλος αριθμός παραστάσεων, με τέλεια απόδοση των αρχιτεκτονικών και φυσιογνωμικών λεπτομερειών.
Η εκκλησιαστική ξ. ακολουθεί γενικά δύο τεχνοτροπίες: η μία, παλαιότερη, διατηρεί τη σαφήνεια και την αυστηρότητα της βυζαντινής παράδοσης· το ανάγλυφο, το λεγόμενο στρωτό, σκαλίζεται χαμηλό πάνω σε ενιαίο βάθος και τα διακοσμητικά θέματα περιορίζονται στο φυτικό στοιχείο –άκανθα και κληματίδα– και σε λιγοστές παραστάσεις έμψυχων όντων, κυρίως δρακόντων και ζώων. Η νεότερη τεχνική, το σκαλιστό ή κεντητό στον αέρα ανάγλυφο, χαρακτηρίζει τα εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα του 18ου αι. και διαμορφώνεται υπό τις επιδράσεις του δυτικού μπαρόκ. Το σκάλισμα γίνεται έντονο και τολμηρό, το βάθος αδειάζει πολλές φορές από το ξύλο και τα θέματα προβάλλουν σχεδόν ολόγλυφα, πάνω σε ένα φόντο τρυπητό σαν δαντέλα. Το περιορισμένο φυτικό στοιχείο της παλαιότερης εποχής πολλαπλασιάζεται με μια γραφική ποικιλία λουλουδιών που γεμίζουν ασφυκτικά τον κάμπο, ενώ τον ζωικό πλουτίζεται με την ανθρώπινη μορφή και ολόκληρες σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης. Το γλυπτικό σύνολο παίρνει μια ένταση σχεδόν δραματική, που το απομακρύνει από τους αυστηρούς, δογματικούς τύπους της βυζαντινής παράδοσης.
Το αντιπροσωπευτικότερο έργο της νεοελληνικής εκκλησιαστικής ξ. είναι το ψηλό ξύλινο τέμπλο, που κατά τον 16o αι. αντικατέστησε το υπερυψωμένο μαρμάρινο της βυζαντινής ναοδομίας· τυπικά παραδείγματα βρίσκει κανείς σε ολόκληρη την Ελλάδα, ιδιαίτερα στη δυτική Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στα νησιά. Η ξυλόγλυπτη επιφάνεια του τέμπλου χωρίζεται σε τρεις οριζόντιες ζώνες: η κατώτερη αποτελείται από ορθογώνια θωράκια ανάμεσα σε χαμηλούς πεσσούς· ακολουθεί μια ψηλότερη κιονοστοιχία που στηρίζει τις δεσποτικές εικόνες και αποτελεί το καθαυτό εικονοστάσι· η τρίτη ζώνη είναι ένα σύνθετο βαρύ επιστύλιο που κορυφώνεται με την παράσταση του Εσταυρωμένου ανάμεσα σε δύο δράκοντες και τις εικόνες της Παναγίας και του Ιωάννη. Σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα Επτάνησα, από επιδράσεις ρωσικές, το τέμπλο γίνεται ψηλό μέχρι την οροφή, αποκλείοντας τελείως το ιερό από τον χώρο του εκκλησιάσματος. Δεν αλλάζει όμως μόνο η μορφή και η τεχνική του τέμπλου κατά τον 18o και 19o αι.· μεταβάλλεται ολόκληρο το πνεύμα και το περιεχόμενο του διάκοσμού του: μια έντονη δραματική διάθεση και μια συνεχής ροπή προς τη γραφικότητα, τη συγκινητική λεπτομέρεια και την αφηγηματικότητα εξαφανίζουν το μεταφυτικό ή συμβολικό στοιχείο και μεταβάλλουν τις βιβλικές σκηνές σε ρωπογραφίες. Έτσι στη θυσία του Αβραάμ, ο Ισαάκ που σέρνει το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα και ο Αβραάμ που ακολουθεί με τσεκούρι στον ώμο δίνονται όχι σαν βιβλικά πρόσωπα, αλλά σαν απλοί χωρικοί που πηγαίνουν στις αγροτικές δουλειές τους· το επεισόδιο της άφιξης των Εβραίων στη Γη Χαναάν μεταβάλλεται σε ειδυλλιακή σκηνή τρυγητού, ενώ η πασχαλινή θυσία περιγράφεται με σκληρό ρεαλισμό ή ξεπέφτει σε απλή παραμυθιακή δρακοντοκτονία. Ακόμα και αυτό το συμβολικό θέμα της αμπέλου αποβάλλει το μεταφυσικό του περιεχόμενο, φορτώνεται με βαριά τσαμπιά και ξαναγίνεται ο εύχυμος καρπός της διονυσιακής λατρείας· πολλές φορές ο νατουραλισμός αυτός τονίζεται με την παρουσία πουλιών που ραμφίζουν τα σταφύλια.
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα τέμπλα της εποχής αυτής απαντούν και σε όλα τα άλλα έργα της εκκλησιαστικής ξ., άμβονες δεσποτικούς θρόνους, προσκυνητάρια, μανουάλια. Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η μεταβυζαντινή εκκλησιαστική ξ., με την αποδέσμευση της από την παράδοση και με τον έντονο αφηγηματικό και περιγραφικό της χαρακτήρα, εκφράζει άμεσα το φιλελεύθερο και ρεαλιστικό πνεύμα, με το οποίο ο ελληνισμός αντιμετώπιζε τη ζωή και τα πράγματα τις παραμονές της εθνικής του παλιγγενεσίας.
Μοναστηριακή ξυλογλυπτική. Ξυλόγλυπτη μικρή εικόνα.
Ξυλόγλυπτο εγκόλπιο.
Αγιορείτικα κουτάλια. Βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο του ιδιόρρυθμου αυτού κλάδου της λαϊκής ξυλογλυπτικής αποτελεί η λεπτολογία στην επεξεργασία του υλικού. (Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης)
Γαλαξιδιώτικα ακρόπρωρα με γυναικείες μορφές.
Τεχνίτης της ξυλογλυπτικής δημιουργεί τις μορφές που στολίζουν τη φάτνη τα Χριστούγεννα (φωτ. ΑΠΕ).
Ξυλόγλυπτη παράσταση από μεταβυζαντινό τέμπλο στην Κοζάνη (εκκλ. ξυλογλυπτική).
Τμήμα από το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Νικολάου, στο Γαλαξίδι.
Ρόκα με αγιωτικές παραστάσεις.
Καλτσόξυλα.
Αστική ξυλογλυπτική. Ταμπλάς από ταβάνι αρχοντικού της Βίτσας, στην Ήπειρο.
Σκυριανή κασέλα. Εξαίρετες ξυλόγλυπτες κασέλες κατασκευάζουν και στην Κρήτη.
Ποιμενική ξυλογλοπτική: χερούλι γκλίτσας.
Ξυλόγλυπτο τάσι.
* * *ηη καλλιτεχνική επεξεργασία τού ξύλου για τη δημιουργία περίοπτων γλυπτών ή ανάγλυφων μορφών ή διακοσμητικών σχεδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.